ραντίζομαι

ραντίζομαι
ραντίζομαι, ραντίστηκα, ραντισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλμίζομαι — ἁλμίζομαι (Μ) [ἅλμη] ραντίζομαι από τη θάλασσα, γίνομαι αλμυρός …   Dictionary of Greek

  • καταχραίνω — (AM) μιαίνω, μολύνω μσν. παθ. καταχραίνομαι μολύνομαι αρχ. μέσ. ραντίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χραίνω «μολύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”